μακροδρόμος

μακροδρόμος
μακρο-δρόμος, ον,
A running long or far, X.Cyn.5.21 ([comp] Sup.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μακροδρόμος — μακροδρόμος, ον (Α) αυτός που διανύει μακρύ δρόμο, μεγάλη απόσταση («μακροδρομώτεροι οἱ ἐκ τῶν ψιλῶν», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • μακροδρομώτατοι — μακροδρόμος running long masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”